Ένα μοιραίο λάθος

Μια μέρα πας στη θάλασσα
Έχεις ανάγκη να ξεσκάσεις
Να δεις τον καθαρό ουρανό , να ακούσεις τον παφλασμό του κύματος, να ταξιδέψεις τη ματιά σου στο βάθος του ορίζοντα.
Ξαφνικά σου τραβάει το βλέμμα η ακροθαλασσιά.
Αυτοί οι μικροί εύθραυστοι κόκκοι , που λαμπιρίζουν στο φως του ήλιου
Μαγεύεσαι.
Σε κυριεύει μια ορμή να κυλιστείς πάνω τους, να κολλήσει η άμμος στο ιδρωμένο κορμί σου, να γίνεις ένα μαζί της.
Μα πόσα μπορείς να κάνεις μαζί της, είναι εύπλαστη όταν είναι υγρή, καυτή όταν την κτυπάει ο καλοκαιριάτικος ήλιος, ανέμελη όταν φυσάει και το αεράκι την πάει από εδω και από εκεί.
Εδω θα μείνω σκέπτεσαι.
Θα κάνω ένα αμμουδένιο σπίτι με όλα τα καλούδια.
Δεν μπορείς να κτίσεις όμως με άμμο θαλάσσης, έχει αλάτι , δεν πιάνει το τσιμέντο.
Σκέπτεσαι να βρεις λύση.
Θα την πλύνω την άμμο για να φύγει το αλάτι λες
Όσο κόπο και αν κάνω, όσο καιρό και αν μου πάρει.
Καθημερινά κουβαλάς κουβάδες νερό, οι ώρες περνούν οι μήνες περνούν , τα χρόνια περνούν
Και εσυ εκεί να πλένεις.
Να κάνεις την άμμο πεντακάθαρη.
Το αισθάνεσαι πως κι αυτή χαίρεται.
Το νοιώθει πως φεύγει από πάνω της αυτή η αλμύρα που την έκαιγε χρόνια.
Και κάποτε τα καταφέρνεις
Το κτίζεις το σπίτι.
Εσύ μέσα και η άμμος ολόγυρα σου, το πάτωμα, οι τοίχοι, το ταβάνι, ακόμα και τα έπιπλα.
Η ζωή σου μια άμμος που την καθάρισες και την έπλασες εσύ.
Αέρηδες και βροχές προκαλούσαν αρκετές φορές φθορές.
Μα όλα επισκευαζόταν .
Ώσπου μια μέρα με πανσέληνο ανέβηκε η παλίρροια.
Η θάλασσα κατέκλυσε το σπίτι .
Θα αντέξει ,ναι θα αντέξει ήταν η πρώτη σκέψη, εγώ και η άμμος είμαστε ένα.
Ράγιζαν οι τοίχοι, έλιωναν τα έπιπλα, έφευγε το πάτωμα κάτω από τα πόδια σου,
Ώσπου έπεσε και η στέγη.
Και εσύ να κάθεσαι εκεί, ακούνητος
Να βλέπεις το κενό πλέον μέρος που ήταν το σπίτι.
Να ψάχνεις ανάμεσα σε δισεκατομμύρια κόκκους , να βρεις τη δικιά σου άμμο.
Να στρέφεις τα μάτια στον ουρανό περιμένοντας ένα θαύμα.
Όχι να γίνει και πάλι το σπίτι, αλλά να βρεις την άμμο σου. Έστω και λίγη από αυτήν , έστω και ένα κόκκο .
Και τότε από το βάθος της θάλασσας ακούγεται μια φωνή.
Κακόμοιρε, δεν κατάλαβες το πιο απλό.
Η θαλάσσια άμμος δεν είναι από πέτρα, αλλά από σπασμένα κοχύλια που τα έλιωσε το κύμα.
Δεν μπορείς να κτίσεις μ αυτήν, δεν είναι δυνατή όσο και αν σε ξεγελά, δεν μοιάζει με την αληθινή άμμο από πέτρα.
Από κοχύλια είναι, από κοχύλια.
Άθραυστα, ανάλαφρα, έρμαια της ορμής της θάλασσας.
Στη θάλασσα ανήκουν και μόνο σ αυτή.
Θα τριγυρνούν από εδω και από εκεί, μέχρι να λιώσουν ολοκληρωτικά , και νέα θραύσματα κοχυλιών να πάρουν τη θέση τους .
Κρίμα που τα πέρασες για πέτρα, κρίμα.
Στην έρημο να πας να κτίσεις, στην έρημο, εκεί που η άμμος αντέχει χιλιάδες χρόνια.
Δες τις πυραμίδες.
Δες τη σφίγγα.
Άμμος που το φως του ήλιου την έκανε πιο δυνατή και από ατσάλι.

About Author

Εγγραφείτε στο Newsletter μας