Οι θέσεις του 1ου Π.Τ. του Ο.Ε.Ε. για τις πρόσφατες εξελίξεις στο θέμα της αξιολόγησης των Δημοσίων Υπαλλήλων.

Στις 13/03/2014, ψηφίστηκε από τη Βουλή ο Ν.4250/2014 που, μεταξύ άλλων, εισάγει στη Δημόσια Διοίκηση τον νέο τρόπο αξιολόγησης των Δημοσίων Υπαλλήλων, η οποία θα γίνεται πλέον με ανώτατα ποσοστά και κριτήρια αποδοτικότητας.

Σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, τα ανώτατα ποσοστά υπαλλήλων που είναι δυνατόν να αξιολογούνται με την κλίμακα βαθμών του άρθρου 8 του Π.Δ. 318/1992 καθορίζονται ως εξής:

– Με τους βαθμούς 9 έως 10 αξιολογείται ποσοστό έως και 25 % των υπαλλήλων.
– Με τους βαθμούς 7 έως 8 αξιολογείται ποσοστό έως και 60% των υπαλλήλων.
– Με τους βαθμούς 1 έως 6 αξιολογείται ποσοστό 15% των υπαλλήλων.

Εφόσον ο αξιολογητής βαθμολογεί ένα ή περισσότερα κριτήρια αξιολόγησης με βαθμό 9 έως 10 ή με βαθμό 1 έως 6, απαιτείται η παράθεση από αυτόν ειδικής αιτιολογίας της βαθμολογίας αυτής για τα αντίστοιχα κριτήρια αξιολόγησης, όπως γινόταν και πριν. Η ειδική αιτιολογία όμως, κατά τα οριζόμενα στον νέο Νόμο, θα πρέπει πλέον να γίνεται με παράθεση πραγματικών στοιχείων και όχι αξιολογικών χαρακτηρισμών, όπως συνηθιζόταν να γίνεται μέχρι πρότινος.

Ο επιμερισμός των παραπάνω ποσοστών αξιολόγησης θα αφορά κάθε Γενική Διεύθυνση και θα γίνεται με απόφαση του οικείου Προϊσταμένου αυτής στο σύνολο των υποκείμενων οργανικών μονάδων μέχρι και επιπέδου Τμήματος ή αντιστοίχου επιπέδου οργανικής μονάδας. Για τον επιμερισμό αυτό θα λαμβάνονται υπόψη κριτήρια, όπως:

– η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα των μονάδων
– οι αρμοδιότητες των οργανικών μονάδων σε σχέση με τις προτεραιότητες της ασκούμενης πολιτικής.
– η κατανομή των υπαλλήλων ανά οργανική μονάδα.

Αναμφισβήτητα όλοι επιθυμούμε μια σύγχρονη και αποτελεσματική δημόσια διοίκηση και παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση αυτή δημιουργούν προσδοκίες για θετικές εξελίξεις.

Κινείται όμως πράγματι η πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση προς την επίτευξη των στόχων που θέτει ή αποτελεί άλλη μια κίνηση εντυπώσεων που στο βάθος του ορίζοντα συναντάμε για άλλη μία φορά τους όρους κινητικότητα και διαθεσιμότητα, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης;

Το Ο.Ε.Ε. ανέκαθεν υποστήριζε την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων που θα συμβάλουν στην επανεκκίνηση της Ελληνικής Οικονομίας και μια από τις πιο σημαντικές είναι η μεταρρύθμιση στη Δημόσια Διοίκηση, ώστε να αντιμετωπιστούν στρεβλώσεις ετών που ενισχύουν τη γραφειοκρατία και λειτουργούν ως τροχοπέδη στην πραγματική οικονομία.

Σχεδόν κανείς δε θεωρεί την «αξιολόγηση» που εφαρμόζεται σήμερα αξιόπιστη και αποτελεσματική, κυρίως επειδή βασίζεται σε καθαρά υποκειμενικά κριτήρια, δεν λαμβάνει υπόψη της την επίτευξη στόχων, οι οποίοι σημειωτέον στο Ελληνικό Δημόσιο δεν έχουν καθοριστεί με σαφήνεια για όλους, διενεργείται δε από αξιολογητές των οποίων η σχετική ικανότητα αμφισβητείται έντονα, αφού πολλοί εξ’ αυτών δεν διαθέτουν καν τις κατάλληλες γνώσεις και την εμπειρία για να το πράξουν.

Αναμφισβήτητα, η διαιώνιση της κατάστασης αυτής συμβάλει στη δημιουργία κλίματος αδικίας και αισθήματος αναξιοκρατίας σε μεγάλη μερίδα ικανότατων υπαλλήλων – ιδίως όσων έχουν προσληφθεί με αξιοκρατικές διαδικασίες (π.χ. γραπτούς διαγωνισμούς ΑΣΕΠ).
Το πρόβλημα λοιπόν που φαίνεται να αναγνωρίζει το Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης είναι το γεγονός ότι βαθμολογούνται όλοι με άριστα’ και εξ αυτού του λόγου θέτει ποσοστώσεις στην κλίμακα της βαθμολογίας;

Με το νέο Νόμο όμως δεν προάγει σε καμία περίπτωση την αξιοκρατία και την εμπέδωση κλίματος δικαιοσύνης στους υπαλλήλους. Το αντίθετο μάλιστα, αφού η όλη διαδικασία στηρίζεται σε σαθρά θεμέλια, δημιουργώντας σαφείς προβληματισμούς.

Πρώτα απ’ όλα, στις νέες διατάξεις δε φαίνεται να λαμβάνεται καμία μέριμνα ώστε πρωτίστως να θεσμοθετηθούν, ένας σύγχρονος τρόπος εκπαίδευσης και προετοιμασίας των αξιολογητών στο έργο της αξιολόγησης, καθώς και ένα αδιάβλητο και αξιόπιστο σύστημα επιλογής και αξιολόγησης των ίδιων των αξιολογητών, στοιχεία που θα αποτελέσουν τους βασικούς πυλώνες στήριξης του νέου συστήματος αξιολόγησης στο Δημόσιο, θέτοντάς το στη σωστή του βάση.

Φρονούμε ότι ως πρώτο βήμα θα πρέπει να εφαρμοστούν άμεσα και πλήρως οι διατάξεις του Ν.3839/2010, με κάποιες προσθήκες-βελτιώσεις, ώστε οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων-αξιολογητές να προκύπτουν με αδιάβλητο τρόπο μέσα από γραπτές εξετάσεις υπό την επίβλεψη του ΑΣΕΠ. Το πρόσφατο σχετικό νομοσχέδιο που κατατέθηκε προς συζήτηση στη Βουλή, φαίνεται ότι κινείται προς την κατεύθυνση της επίλυσης των θεμάτων αυτών και απομένει να δούμε την τελική του μορφή.

Ένα ακόμη προβληματικό σημείο των νέων ρυθμίσεων είναι η μείωση των δύο αξιολογητών σε έναν. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο αξιολογούμενος υπάλληλος εξαρτάται πλέον αποκλειστικά από τον διορισμένο σήμερα Διευθυντή του, ενώ ο άμεσα προϊστάμενός του, ο οποίος έχει την πρωταρχική μέριμνα για την παρακολούθηση της απόδοσής του, υποβαθμίζεται και περιορίζεται απλά στη σύνταξη μίας τεκμηριωμένης εισήγησης που αποτελεί αναπόσπαστο μεν μέρος της έκθεσης αξιολόγησης, πλην όμως δεν έχει λόγο στην τελική αξιολόγηση που θα υποβληθεί στην οικεία Δ/νση Προσωπικού.

Στις νέες διατάξεις υπάρχει επίσης σαφής αντίφαση αναφορικά με την αξιολόγηση διότι, αφενός οι αξιολογητές είναι υποχρεωμένοι να τηρήσουν τα ποσοστά ανά βαθμολογική κλίμακα και αφετέρου έχουν την υποχρέωση να αξιολογήσουν τους υπαλλήλους αμερόληπτα και αντικειμενικά. Δηλαδή, π.χ. οι αξιολογητές σε περίπτωση που κρίνουν, αντικειμενικά και αμερόληπτα, πως δεν υπάρχουν υπάλληλοι στην υπηρεσία τους που πρέπει να βαθμολογηθούν από 1 έως 6,9, είναι υποχρεωμένοι, παρά ταύτα, να βαθμολογήσουν κάποιους υπαλλήλους με τη χαμηλότερη βαθμολογική κλίμακα ώστε να τηρηθεί η προβλεπόμενη ποσόστωση, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα διωχθούν πειθαρχικά.
Στο νέο νομοθέτημα λείπουν επίσης οι ρυθμίσεις-τομές που θα προσδώσουν στο Δημόσιο τομέα δυναμικά χαρακτηριστικά μέσω της παρακίνησης των υπαλλήλων, ενώ παρά τις όποιες προτάσεις έχουν γίνει στο παρελθόν, απουσιάζει και πάλι κάποια ρύθμιση που θα θεσμοθετεί την «αμφίδρομη» αξιολόγηση δηλαδή αυτή των αξιολογητών από τους αξιολογούμενους.

Οι νέες ρυθμίσεις είναι όχι μόνο άστοχες και άδικες, αλλά και εκ των πραγμάτων αναποτελεσματικές αφού η αξιολόγηση θα διενεργείται υπό καθεστώς εκφοβισμού τόσο των αξιολογούμενων όσο και των αξιολογητών, για τους οποίους η μη συμμόρφωση με τις σχετικές διατάξεις θα τιμωρείται, όπως προαναφέρθηκε, πειθαρχικά.

Επίσης, φοβούμαστε ότι ο νέος τρόπος αξιολόγησης ανοίγει το δρόμο για εντάσεις ή ακόμη και δικαστικές διαμάχες μεταξύ αξιολογούμενων και αξιολογητών, με απρόβλεπτα αποτελέσματα στην ήδη διαταραγμένη ισορροπία ορισμένων δημοσίων υπηρεσιών και άμεσο αντίκτυπο τόσο στην εύρυθμη λειτουργία τους όσο και στην εξυπηρέτηση του πολίτη.

Διαφαίνεται μάλιστα ότι με τον παντελώς πρόχειρο και χαλαρό τρόπο που αντιμετωπίζει για άλλη μια φορά η κυβέρνηση το εν λόγω ζήτημα, έχει ως μοναδικό στόχο τη δημιουργία μιας μόνιμης δεξαμενής έτοιμων προς ένταξη σε διαθεσιμότητα δημοσίων υπαλλήλων, απ’ όπου θα αντλεί προσχηματικά «ανίκανους» και «ακατάλληλους» για την αριθμητική και μόνο επίτευξη των δήθεν μεταρρυθμιστικών της στόχων.

Εν κατακλείδι, θεωρούμε ότι το ζήτημα της αντικειμενικής και αξιόπιστης αξιολόγησης στο Δημόσιο δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί μεμονωμένα αλλά στα πλαίσια εγκαθίδρυσης ενός σύγχρονου και ολοκληρωμένου συστήματος Διοίκησης. Όλα τα επιμέρους ζητήματα όπως η επιλογή των άριστων για τις θέσεις ευθύνης, η θέσπιση με ορθολογικό και επιστημονικό τρόπο των στόχων, η καθημερινή παρακολούθηση και καθοδήγηση των υπαλλήλων και η συνεχής αξιολόγηση και ο έλεγχος τους, πρέπει να ρυθμίζονται εντός του συστήματος αυτού.

Με δεδομένο λοιπόν ότι ήδη η επιστημονική επιτροπή της Βουλής εκφράζει τον προβληματισμό της όσον αφορά τη συνταγματικότητα των εν λόγω διατάξεων, οι δε συνδικαλιστικές οργανώσεις προετοιμάζουν αντιδράσεις που φτάνουν ακόμη και σε άρνηση των εργαζομένων να αξιολογηθούν με το νέο σύστημα, φρονούμε ότι η πολιτική ηγεσία θα πρέπει να προβεί στην άμεση αναστολή εφαρμογής του νέου νόμου και να προχωρήσει άμεσα τις διαδικασίες αντικατάστασής του, θέτοντας εκ νέου το όλο ζήτημα σε δημόσια διαβούλευση και καλώντας σε ειλικρινή διάλογο όλες τις ενδιαφερόμενες πλευρές, με στόχο τη δημιουργία ενός συστήματος αντικειμενικού και αδιάβλητου, προς την κατεύθυνση της αξιοκρατίας, της αποτελεσματικότητας των δομών και της καταπολέμησης της γραφειοκρατίας.

Οι διεργασίες μάλιστα θα πρέπει να είναι άμεσες, προκειμένου το νέο βελτιωμένο σύστημα να τεθεί σε εφαρμογή από το έτος 2015 και έπειτα, καθώς έχει ήδη χαθεί πολύτιμος χρόνος, με δεδομένο ότι η εφαρμογή της επίμαχης διάταξης για την αξιολόγηση των υπαλλήλων που αφορά τα έτη 2013 και 2014, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, δεν εγγυάται σε καμία περίπτωση την αξιόπιστη και αντικειμενική αξιολόγηση των υπαλλήλων.

Με εκτίμηση

Ο Πρόεδρος του Ο.Ε.Ε. Π.Τ. Θράκης
Μαλτέζος Μενέλαος Μ

About Author

Εγγραφείτε στο Newsletter μας